κλάουν

κλάουν
κλάουν, το και κλόουν, το
(λ. αγγλ.), γελωτοποιός, παλιάτσος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κλάουν — ο βλ. κλόουν …   Dictionary of Greek

  • παλιάτσος — I Ο γελωτοποιός των ιπποδρομιών (τσίρκων). Ο όρος προέρχεται από την ιταλική λέξη pagliaccio. Μεταφορικά, Π. ονομάζεται και ο αδέξιος στους τρόπους ή γελοίος. Ο π. ανήκει στη χορεία των κωμικών του παλαιού λαϊκού θεάτρου της Νάπολης της Ιταλίας,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”